- μεταπαίρνω
- και ματαπαίρνω (Μ μεταπαίρνω και ματαπαίρνω)1. ξαναπαίρνω πίσω κάτι που έχω δώσει2. καταλαμβάνω εκ νέου, ξανακυριεύω3. παίρνω πάλι κάποιον μαζί μου4. (σχετικά με δρόμο) ακολουθώ και πάλι τον ίδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.